Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2012

Η βάβω, η Χριστίνα κι η Δωδώνη






Αύγουστος κι η μύγα σύννεφο κι ο τόπος ζέχνει. Δανεισμένος από τους γονείς σου στους δυο φορές γονείς σου, που έχουν λησμονήσει τι θα πει παιδί κι εσύ καλείσαι να τους το θυμίσεις. Οδηγίες σαφείς κατά τη διαδρομή: εσύ θα τρέξεις στην αγκαλιά του παππού κι εσύ στης γιαγιάς. Ύστερα ξεχνούσαν πάντα να πουν μπορείτε να τους κάνετε το βίο αβίωτο για ένα μήνα.
Πάντα μου προκαλούσε δέος το εκτόπισμα της βάβως. Ξέρετε που λένε ότι κάποια πράγματα όσο είσαι μικρός σου φαίνονται μεγαλύτερα απ΄όσο στην πραγματικότητα είναι; Δεν ισχύει! Θυμάμαι που μια φορά μου είχε πει ότι ζύγιζε 100 κιλά, και όταν μαθαίναμε στο δημοτικό για τα κιλά και τους τόνους, τα πάντα τα σύγκρινα με τη βάβω. 1.000 κιλά = ένας τόνος = 10 βάβες
Η καλύτερη στιγμή της ημέρας ήταν όταν κατηφορίζαμε για τα γίδια. Η χειρότερη όταν ανηφορίζαμε. Ενώ αγκομαχούσαν και τα εκατό κιλά της εσύ έφερνες στο νου το τραγούδι με τον Διγενή που σου 'μαθε η δασκάλα: ο Διγενής ψυχομαχεί κι η γη τονε τρομάζει. Έκτοτε τη βάβω την έβλεπα σαν τον Διγενή. Όταν θυμόμουν ότι είναι άνθρωπος κι όχι δημοτικό τραγούδι, έτρεχα στην κορυφή να αφήσω τις καρδάρες και γύριζα πίσω με ικανότητες ρυμουλκού για να ξεκινήσουμε μαζί το ατέρμονο ταξίδι της επιστροφής. Είναι από αυτές τις παιδικές τραυματικές εμπειρίες, που μεγαλώνοντας δε σε αφήνουν να δεις ολόκληρη μια ταινία του Αγγελόπουλου, αφού το έργο το έχεις ξαναδεί. 

Σχεδόν καθημερινά συναντούσαμε στο δρόμο τη Χριστίνα κι εγώ έκλεινα τη μύτη μου πολύ πριν πλησιάσει γιατί η μυρωδιά από τα γίδια την είχε καταπιεί. Τότε ήταν που έμαθα ότι η Χριστίνα είχε τραγί στο δικό της μαντρί και γι' αυτό βρωμούσε τόσο  και ξεκίνησα στις προσευχές μου να ευχαριστώ το θεούλη που η βάβω δεν έχει. Ξέρετε που λένε ότι μια μυρωδιά μπορεί να προκαλέσει την ανάσταση μιας ανάμνησης; Ε εμένα από τότε μου συμβαίνει το αντίθετο. Όταν ακούω το όνομα Χριστίνα η ρινική μου κοιλότητα κατακλύζεται από τραγίλα. 

Και τότε η βάβω, εγώ κι η Χριστίνα περιμέναμε ένα φορτηγό με κάτι μεγαλύτερες καρδάρες από της βάβως και της Χριστίνας να τους δώσουμε το γάλα. Αυτοί σημείωναν σε ένα χαρτί πόσα κιλά ήταν το γάλα και μοίραζαν λεφτά. Το φορτηγό και το διακριτικό σήμα Δωδώνη που έφερε στο πίσω μέρος του απομακρύνεται μαζί με το χυμό των μασταριών της αγαπημένης γίδας της βάβως της Χιονάτης, που ήταν και αναδεχτή μου. 

Και η Δωδώνη μαθαίνεις πουλιέται και είναι αδύνατον να μη θυμηθείς τη Χριστίνα.. Τη σκέφτεσαι να περιμένει αύριο τη Δωδώνη.. 

Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2012

Αχ, Σταύρο

   




     

Ξέρω η επικαιρότητα  επιτάσσει να ασχολούμαστε με  το σε ποιο συρτάρι  έκλεισε το στόμα του ο Βενιζέλος, αλλά το μυαλό μου αυτές τις μέρες γυρίζει  γύρω από τον Σταύρο.



Ο Σταύρος από μικρός ήθελε να γίνει δημοσιογράφος. Όχι κάποιος τυχαίος. Ήθελε να γίνει δημοσιογράφος της ποιότητας, όχι από εκείνους τους επί ταυτά, αλλά από εκείνους ξέρετε τους εναλλάξ. Από εκείνους μωρέ που θαυμάζουν αυτούς που τρώνε απ' τη λαδόκολλα και εκθειάζουν τον τρόπο με τον οποίο γλείφουν τα δάχτυλα από τα μόλις κατασπαραγμένα κοψίδια, αλλά αυτοί δεν το κάνουν ποτέ; Α γειά σου από εκείνους!


Ο Σταύρος λοιπόν, είχε από μικρός ένα όνειρο. Να κάνει εκπομπές βαρύγδουπων θεμάτων και να τους αφαιρεί το νόημα. Όταν θα του τελείωναν τα βαρύγδουπα θέματα, αποφάσισε να παίρνει συνεντεύξεις από κουλτουροσταρ. Να παίρνει συνεντεύξεις είπα; Λάθος μου, επαναδιατυπώνω. Αποφάσισε να τους καλεί για να κάνουν μονόλογο όσο αυτός με το σημειωματάριο ανά χείρας γράφει ειπωμένες σκέψεις και ατάκες και εσύ να μένεις να αναρωτιέσαι: αφού βιντεοσκοπείται ο μονόλογος, γιατί σημειώνει; Η ερμηνεία είναι διττή, όπως διττός είναι ο ίδιος. Από τη μία μην ξεχνάτε ότι είναι δημοσιογράφος και κάθε δημοσιογράφος που κάνει ρεπορτάζ, οφείλει να έχει σημειωματάριο και από την άλλη αφού είδε ότι η κουπ της Ντένης Μαρκορά και το "Μαρούσκα σημείωνε" δεν συντάσσονται στο εναλλάξ προφίλ του, υιοθέτησε εκείνο το αλησμόνητο πρότυπο του λαϊκού παιδιού του Θανάση του υδραυλικού από το Λαβ Σόρρυ και ψάχνει να βρει αντώνυμα, όσο ο κουλτουροσταρ -συνήθως οκλαδόν με το πλακάκι να του παγώνει τον κώλο- καταθέτει τα σώψυχά του. Τα ανάκλινδρα δίνουν τη θέση τους σε σκοτεινά πρώην βιομηχανικά τοπία και το πλακάκι αντικαθίσταται με ανεπίχριστο μπετόν και συ μένεις να εύχεσαι να ήταν αρμέ και να γλιστρούσε μια χαλυβόβεργα στα ενδότερά τους. Άλλες φορές οι βιομηχανικές εγκαταστάσεις δίνουν τη θέση τους σε πατσατζίδικα κάποια μεταμεσονύχτια ώρα στο κέντρο της Αθήνας, όταν το θέμα επιβάλλει φορτηγατζήδες για κομπάρσους και ο κώλος αποζητά μια ψάθινη καρέκλα να αεριστεί μετά τις μπουκοβοϊστορίες και τις ρετσινιασμένες αναλύσεις γύρω από το αιώνιο δίλημμα πατσάς ή ποδαράκι; Και όσο εκείνος επιχειρηματολογεί με επικλήσεις σε άγνωστες αυθεντίες για την ζωτικότητα του σκορδοστουπιού,  ο φορτηγατζής στο πίσω πλάνο με τη ροχάλα στο στόμα που κρατάει από τακτ προσπαθεί να δώσει απάντηση στο δικό του δίλημμα: Να τον φτύσω τώρα ή μετά;


ΥΓ: Οποιαδήποτε ομοιότητα με το Αχ, Σοφία είναι τυχαίως σκόπιμη και σκoπίμως τυχαία.